- ποτιπτήσσω
- προς - πτήσσω, ποτιπτήσσω, perf. part. ποτιπεπτηυῖαι: sink down towards, τινός, Od. 13.98†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ποτιπτήσσω — Α (επικ. τ.) 1. ζαρώνω, μαζεύομαι κοντά σε κάποιον 2. προσκλίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + πτήσσω] … Dictionary of Greek
προσπτήξας — προσπτήξᾱς , ποτιπτήσσω crouch aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) προσπτήξᾱς , προσπτήσσω crouch aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)